ταραχώδεις

ταραχώδεις
ταραχώδης
given to troubling
masc/fem acc pl
ταραχώδης
given to troubling
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… …   Dictionary of Greek

  • Έκμπεργκ, Ανίτα — (Anita Ekberg, Σουηδία 1931 –). Σουηδέζα ηθοποιός. Ξεκίνησε με τον τίτλο της μις Σουηδία στην πατρίδα της και στη συνέχεια ταξίδεψε στο Χόλιγουντ το 1953, όπου γρήγορα καθιερώθηκε. Έγινε κυρίως γνωστή ως πρωταγωνίστρια στο φιλμ του Φεντερίκο… …   Dictionary of Greek

  • Λόπεθ ντε Αγιάλα, Πέρο — (Pero Lopez de Ayala, Βιτόρια 1332 – Καλαόρα 1407). Ισπανός ποιητής και χρονογράφος. Οι ταραχώδεις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα του στο διάστημα της βασιλείας των πρώτων Τρασταμάρα, ώθησαν τον Λ. ντε Α. στην ενεργό πολιτική δράση. Το… …   Dictionary of Greek

  • Μπλουά, Λεόν — (Leon Bloy, Περιγκέ 1846 – Μπουργκ λε Ρεν 1917). Γάλλος συγγραφέας. Αδιάλλακτος καθολικός, όπως ο Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, μέχρι σημείου να αναπολεί μια θεοκρατική εξουσία, εξέφρασε σε σελίδες ταραχώδεις και φλύαρες, αλλά με μεγάλη δραματική δύναμη,… …   Dictionary of Greek

  • Νταλαντιέ, Εντουάρ — (Εdouard Daladier, Καρπαντρά Προβηγκία 1884 – Παρίσι 1970). Γάλλος πολιτικός. Διετέλεσε εκπαιδευτικός έως το 1919, οπότε εκλέχτηκε βουλευτής. Ριζοσπάστης σοσιαλιστής, ο Ν. παρουσιάστηκε στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής το 1934 όταν, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Πιουγκγιάνγκ — Πόλη πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας. Βρίσκεται στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στη δεξιά όχθη του κάτω ρου του Νταεντόνγκ, που εκβάλλει στον κόλπο της Κορέας, 180 χλμ. ΒΔ της Σεούλ. Στην Π. συγκλίνουν οι σιδηροδρομικές γραμμές που …   Dictionary of Greek

  • Στεφανόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. 1. Ανδρέας. Πολιτευτής (1860 1938). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού. Άρχισε να πολιτεύεται το 1892 με την παράταξη του κόμματος του Χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”